στύφνο

στύφνο
το
είδος φυτού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στύφνο — το, Ν το φυτό στρύχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. αντί στρύφνος (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. τού φυτού στύβνο και στύγνο)] …   Dictionary of Greek

  • σολανό — το, Ν βοτ. ένα από τα μεγαλύτερα γένη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, με 1.500 περίπου είδη, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται ορισμένα μεγάλης οικονομικής σημασίας, όπως η πατάτα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”